Λεξικό
ani
Στην Ελληνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη " ani" σημαίνει: αδερφός (μεγαλύτερος)

Στην Ιαπωνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη "ani" γράφεται ως:
|
|
 |
|
Η λέξη δημοσιεύτηκε από τον χρήστη elissaios στις 25/08/2007 και έχει προβληθεί 2691 φορές από επισκέπτες. |
|
 |
|
kiku, kazoku, kaban, meisei, aka, yama, kiseki, hima, mugiwara-boshi, hatafuri, buruma, betsuri, enpitsu, jiin, ai shiteru, fujin, tamashii, shinyuu, hanayome, heian, yokubou, amerika, kaze, donyoku, sakazuki, hai, yuuki, moshimoshi, boushi, kirei, shima, hissatsu, sasori, zutto, kami
|
|
 |
|
Το ξέρετε ότι αυτή η λέξη έχει μπει στην λίστα μας από τα ίδια μας τα μέλη; Εάν επιθυμείτε να προσθέσετε και εσείς μια λέξη που λείπει από την λίστα, πατήστε εδώ.
| |
Τελευταίες Καταχωρήσεις Τίτλων |










|
Τελευταίες Παρουσιάσεις Τίτλων |










|
|
|


 |
17/09

15/09

14/09

14/09

14/09

11/09

11/09

11/09

11/09

11/09

|
 |
|