Λεξικό
mori
Στην Ελληνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη " mori" σημαίνει: δάσος
Στην Ιαπωνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη "mori" γράφεται ως:
|
|
|
|
Η λέξη δημοσιεύτηκε από τον χρήστη Cougar στις 17/10/2007 και έχει προβληθεί 3284 φορές από επισκέπτες. |
|
|
|
bukkyou, densetsu, inochi, yasashii, kuroi, jidousha, yoru, ai, chichi, chimimouryou, dairiseki, kishi, makeru, bakemono, bara, ai shiteru, kujyaku, gyuunyuu, kitsune, hana, e-di-konba-ta-, kemono, yabou, majin, kouen, tora, taiyou, kankei, damasu, hyozan, shigan, shiro, asobu, nande, mushi
|
|
|
|
Το ξέρετε ότι αυτή η λέξη έχει μπει στην λίστα μας από τα ίδια μας τα μέλη; Εάν επιθυμείτε να προσθέσετε και εσείς μια λέξη που λείπει από την λίστα, πατήστε εδώ.
| |
Τελευταίες Καταχωρήσεις Τίτλων |
|
Τελευταίες Παρουσιάσεις Τίτλων |
|
|
|
|
17/09
15/09
14/09
14/09
14/09
11/09
11/09
11/09
11/09
11/09
|
|
|