Λεξικό
mori
Στην Ελληνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη " mori" σημαίνει: δάσος
Στην Ιαπωνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη "mori" γράφεται ως:
|
|
|
|
Η λέξη δημοσιεύτηκε από τον χρήστη Cougar στις 17/10/2007 και έχει προβληθεί 3270 φορές από επισκέπτες. |
|
|
|
in/kaiin, san, sumimasen, hontou, kaku, jibaku tero, mizu, itsumo, shishi, amerika, kuroi, agaru, shinpu, hikari, yuuhan, shukudai, kimochi, akumu, jinken, gaka, usotsuki, daibouken, engeki, dare, kujyaku, mamoru, desu, kinen-hi, kouen, masaka, ohayou, natsu, hibiki, hansamu, bougyo
|
|
|
|
Το ξέρετε ότι αυτή η λέξη έχει μπει στην λίστα μας από τα ίδια μας τα μέλη; Εάν επιθυμείτε να προσθέσετε και εσείς μια λέξη που λείπει από την λίστα, πατήστε εδώ.
| |
Τελευταίες Καταχωρήσεις Τίτλων |
|
Τελευταίες Παρουσιάσεις Τίτλων |
|
|
|
|
17/09
15/09
14/09
14/09
14/09
11/09
11/09
11/09
11/09
11/09
|
|
|