Λεξικό
toko
Στην Ελληνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη " toko" σημαίνει: μέρος, διεύθυνση, περιοχή, το σπίτι κάποιου
Στην Ιαπωνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη "toko" γράφεται ως:
|
|
|
|
Η λέξη δημοσιεύτηκε από τον χρήστη vazelos3 στις 10/09/2008 και έχει προβληθεί 3619 φορές από επισκέπτες. |
|
|
|
inu, nande, mura, sharin, yakuzai, tanjoubi, ankoku, ta, terebigeimu, jikken, korosu, basho, wakarimasen, kankei, chikara, ashita, sobo, batsu, toki, kazoku, kiniro, tsuchi, hondana, ani, himitsu, kanada, ba, biyou, ai shiteru, noroi, bakana, fumetsu, eigo, yakuza, mizuumi
|
|
|
|
Το ξέρετε ότι αυτή η λέξη έχει μπει στην λίστα μας από τα ίδια μας τα μέλη; Εάν επιθυμείτε να προσθέσετε και εσείς μια λέξη που λείπει από την λίστα, πατήστε εδώ.
| |
Τελευταίες Καταχωρήσεις Τίτλων |
|
Τελευταίες Παρουσιάσεις Τίτλων |
|
|
|
|
17/09
15/09
14/09
14/09
14/09
11/09
11/09
11/09
11/09
11/09
|
|
|