Λεξικό
sato
Στην Ελληνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη " sato" σημαίνει: χωριό(σπίτι-μέρος προέλευσης ενός ατόμου)

Στην Ιαπωνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη "sato" γράφεται ως:
|
|
 |
|
Η λέξη δημοσιεύτηκε από τον χρήστη mac13 στις 26/02/2008 και έχει προβληθεί 2485 φορές από επισκέπτες. |
|
 |
|
kakera, shinnen, marude, oba, rakuen, de gozaru, mura, beddo, ikimasu, otoko, kiseki, midori, kaminari, yoake, haruno, kitsune, seiza, desu, ta, neji, bakana, arigatou, suugaku, kiku, neko, mon, janken, yorokobi, machi, mai, sugoi, in'you, yuugi, e, uso
|
|
 |
|
Το ξέρετε ότι αυτή η λέξη έχει μπει στην λίστα μας από τα ίδια μας τα μέλη; Εάν επιθυμείτε να προσθέσετε και εσείς μια λέξη που λείπει από την λίστα, πατήστε εδώ.
| |
Τελευταίες Καταχωρήσεις Τίτλων |










|
Τελευταίες Παρουσιάσεις Τίτλων |










|
|
|


 |
17/09

15/09

14/09

14/09

14/09

11/09

11/09

11/09

11/09

11/09

|
 |
|