Λεξικό
kao
Στην Ελληνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη " kao" σημαίνει: πρόσωπο (στο κεφάλι)

Στην Ιαπωνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη "kao" γράφεται ως:
|
|
 |
|
Η λέξη δημοσιεύτηκε από τον χρήστη elissaios στις 25/08/2007 και έχει προβληθεί 2585 φορές από επισκέπτες. |
|
 |
|
hinata, ashi, ryuu, gochisousama, hebi, naifu, hai, yama, itachi, ookii, sekai, mugen, urusai, boushi, taka, mushi, hata, erabu, okashira, kaizoku, tamago, sasori, ikusa, uragirimono, gakusei, jiyuu, irasshai, negai, asatte, hayabusa, hokori, totemo, sou desu ka, itadakimasu, kimi
|
|
 |
|
Το ξέρετε ότι αυτή η λέξη έχει μπει στην λίστα μας από τα ίδια μας τα μέλη; Εάν επιθυμείτε να προσθέσετε και εσείς μια λέξη που λείπει από την λίστα, πατήστε εδώ.
| |
Τελευταίες Καταχωρήσεις Τίτλων |










|
Τελευταίες Παρουσιάσεις Τίτλων |










|
|
|


 |
17/09

15/09

14/09

14/09

14/09

11/09

11/09

11/09

11/09

11/09

|
 |
|