Λεξικό
kao
Στην Ελληνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη " kao" σημαίνει: πρόσωπο (στο κεφάλι)
Στην Ιαπωνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη "kao" γράφεται ως:
|
|
|
|
Η λέξη δημοσιεύτηκε από τον χρήστη elissaios στις 25/08/2007 και έχει προβληθεί 3345 φορές από επισκέπτες. |
|
|
|
doa, kiru, yuubinkyoku, neko, tanjoubi, hoteru, koukousei, haji, uzumaki, mimi, nichi, tsuchi, resutoran, machi, kanashii, jinan, saiban, ame, karasu, rin, giketsu, hondana, asatte, amerika, zabuton, shoujo, kai, miko, kudasai, yume, katana, hashi, boushi, jouso, musuko
|
|
|
|
Το ξέρετε ότι αυτή η λέξη έχει μπει στην λίστα μας από τα ίδια μας τα μέλη; Εάν επιθυμείτε να προσθέσετε και εσείς μια λέξη που λείπει από την λίστα, πατήστε εδώ.
| |
Τελευταίες Καταχωρήσεις Τίτλων |
|
Τελευταίες Παρουσιάσεις Τίτλων |
|
|
|
|
17/09
15/09
14/09
14/09
14/09
11/09
11/09
11/09
11/09
11/09
|
|
|