Λεξικό
rin
Στην Ελληνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη " rin" σημαίνει: φώσφορος
Στην Ιαπωνική γλώσσα, η Ιαπωνική λέξη "rin" γράφεται ως:
|
|
|
|
Η λέξη δημοσιεύτηκε από τον χρήστη Monkey D Luffy στις 05/11/2007 και έχει προβληθεί 3304 φορές από επισκέπτες. |
|
|
|
hon, onaji, italia, miko, wake, makoto, apaato, ken, tamashii, hoshi, aoi, wani, kioku, ousama, me, mau, sora, shin / yon, uragirimono, sakura, mado, korosu, bakemono, furansu, sakazuki, fujin, juusha, sasori, juku, zettai, oto, kaku, daibouken, rakuen, ku / kyuu
|
|
|
|
Το ξέρετε ότι αυτή η λέξη έχει μπει στην λίστα μας από τα ίδια μας τα μέλη; Εάν επιθυμείτε να προσθέσετε και εσείς μια λέξη που λείπει από την λίστα, πατήστε εδώ.
| |
Τελευταίες Καταχωρήσεις Τίτλων |
|
Τελευταίες Παρουσιάσεις Τίτλων |
|
|
|
|
17/09
15/09
14/09
14/09
14/09
11/09
11/09
11/09
11/09
11/09
|
|
|